ακροδεξιός

ακροδεξιός
-ά, -ό
1. αυτός που ανήκει πολιτικά ή ασπάζεται γενικά τις θέσεις τής άκρας δεξιάς
2. ως ουσ. ο ακροδεξιός
ο οπαδός τής άκρας δεξιάς, υποστηρικτής ακραίων δεξιών απόψεων, υπερβολικά δεξιός, εξτρεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (ΙΙΙ) + δεξιός (πρβλ. ακροαριστερός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… …   Dictionary of Greek

  • ακροαριστερός — ή ( ά), ό 1. αυτός που ανήκει πολιτικά ή ασπάζεται γενικά τις θέσεις τής άκρας αριστεράς 2. ως ουσ. ο ακροαριστερός ο οπαδός τής άκρας αριστεράς, υποστηρικτής ακραίων αριστερών απόψεων, υπερβολικά αριστερός, εξτρεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρο (ΙΙΙ)… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”